εἰρεσίας

εἰρεσίας
εἰρεσίᾱς , εἰρεσία
rowing
fem acc pl
εἰρεσίᾱς , εἰρεσία
rowing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θοός — (I) θοός, ή, όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.) 1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός 2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. α) «θοὴ νύξ» η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β)… …   Dictionary of Greek

  • ροθιάζω — Α [ῥόθιον] 1. (για κωπηλάτες) χτυπώ με δύναμη το κουπί (α. «ῥοθίαζε κἀνάνιπτε», Κρατίν. β. «ῥοθιάζειν ἐλαύνειν, ἀπὸ τοῡ ψόφου τῆς εἰρεσίας», Ησύχ.) 2. (για πλοίο) παράγω ήχο από το χτύπημα τών κουπιών («ναῡς ὅτ ἄν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ», Αριοτοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”